- ὁλότης
- ὁλότηςwholenessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁλοτήτων — ὁλότης wholeness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότησι — ὁλότης wholeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότησιν — ὁλότης wholeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότητα — ὁλότης wholeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότητας — ὁλότης wholeness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότητες — ὁλότης wholeness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότητι — ὁλότης wholeness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλότητος — ὁλότης wholeness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολότητα — η (ΑΜ ὁλότης, ητος) 1. το σύνολο, το όλον («η ολότητα τών εργαζομένων») 2. η ιδιότητα τού όλου ή η αφηρημένη έννοιά του («ὡς οὔσης τῆς ὁλότητος ἑνότητός τινος», Αριστοτ.) νεοελλ. (φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων ή συστημάτων που αποτελούνται από … Dictionary of Greek
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek